χορταράκι

χορταράκι
çimenlik

Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • χορταράκι — το, Ν [χορτάρι] υποκορ. τ. τού χορτάρι …   Dictionary of Greek

  • χορταράκι — το υποκορ. του χορτάρι λεπτό ή μικρό χορτάρι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”